ιδιόκλιτος

ιδιόκλιτος
-η, -ο
1. αυτός που κλίνεται με δική του κλίση, αυτός που έχει ιδιαίτερη κλίση σε σχέση με τα άλλα ονόματα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιδιόκλιτα
τα ουσιαστικά που δεν έχουν μια συγκεκριμένη κλίση αλλά έχουν δικό τους σχηματισμό και κλίνονται με ιδιαίτερο τρόπο, όπως Οἰδίπους, γεν. Οἰδίποδος και Οἰδίπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + κλιτος (< κλίνω), πρβλ. α-κλιτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιδιόκλιτος — η, ο όνομα που δεν κλίνεται σύμφωνα με μια από τις κλίσεις, αλλά ακολουθεί δικό του σχηματισμό: Στη νεοελληνική γλώσσα το ουσιαστικό «καθήκον» είναι ιδιόκλιτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”