- ιδιόκλιτος
- -η, -ο1. αυτός που κλίνεται με δική του κλίση, αυτός που έχει ιδιαίτερη κλίση σε σχέση με τα άλλα ονόματα2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιδιόκλιτατα ουσιαστικά που δεν έχουν μια συγκεκριμένη κλίση αλλά έχουν δικό τους σχηματισμό και κλίνονται με ιδιαίτερο τρόπο, όπως Οἰδίπους, γεν. Οἰδίποδος και Οἰδίπου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + κλιτος (< κλίνω), πρβλ. α-κλιτος].
Dictionary of Greek. 2013.